- αντιπειθαρχικός
- -ή, -όαντίθετος με τους κανόνες της πειθαρχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πειθαρχικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 σε βασιλικό διάταγμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπειθαρχικός — ή, ό επίρρ. ά αντίθετος στην πειθαρχία: Το διάβημά του κρίθηκε αντιπειθαρχικό και τιμωρήθηκε γι αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)